Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η κατάσταση

  • 1 κατάσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;

    ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;

    αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;

    κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;

    κατάσταση τής οδού — состояние дороги;

    διεθνής κατάσταση — международное положение;

    εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;

    κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;

    η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;

    άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;

    2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;

    μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;

    3) воен. служебное положение;

    κατάσταση ενεργείας — действительная служба;

    κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;

    κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;

    § είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;

    είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;

    είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);

    τί κατάσταση είναι αυτή;

    , что здесь происходит?;

    δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;

    ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατάσταση

  • 2 κατάσταση

    [катасгаси] ουσ. Θ. состояние, положение

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάσταση

  • 3 κατάσταση

    [катасгаси] ουσ θ состояние, положение.

    Эллино-русский словарь > κατάσταση

  • 4 μεταβάλλω

    (αόρ. μετέβαλα и μετέβαλον, παθ. αόρ. μετεβλήθην) μετ.
    1) менять, изменять, переменять;

    μεταβάλλω γνώμην (την κατάσταση) — менять мнение (положение);

    2) превращать, обращать;

    μεταβάλλω τό νερό σε ατμό — превращать воду в пар;

    1) — подвергаться изменению; — меняться, изменяться; — переменяться;

    ο καιρός μετεβλήθη погода изменилась;
    η κατάσταση μετεβλήθη положение изменилось; 2) превращаться, обращаться;

    μεταβάλλομαι από υγρό σε αέριο — переходить из жидкого состояния в газообразное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεταβάλλω

  • 5 άθλιος

    α, ο [ία, ον] 1.
    1) несчастный; жалкий;

    είμαι σε άθλια κατάσταση — находиться в жалком состоянии;

    2) убогий, скудный; нищенский, нищий;

    άθλια όψη — убогий вид;

    άθλιа κα- τοικία — убогое жилище;

    3) подлый, отвратительный; ничтожный, презренный;
    4) отверженный; 2. (ο) 1) убогий, несчастный, жалкий человек; 2) подлец, ничтожество

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άθλιος

  • 6 αθλιότητα

    [-ης (-ητος)] η убожество; жалкое состояние; нищета;

    οικονομική αθλιότητα — жалкое экономическое положение;

    κατάσταση αθλιότητας — нищенское, жалкое положение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αθλιότητα

  • 7 ακροσφαλής

    ης, ες непрочный, ненадёжный, шаткий;

    ακροσφαλής κατάσταση — шаткое положение;

    ακροσφαλής υγεία — слабое здоровье

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακροσφαλής

  • 8 αμπάλωτος

    η, ο
    1) незалатанный, незаштопанный; рваный; 2) непочиненный, незадёланный; 3) оборванный, в лохмотьях; 4) без заплат(ок), малоношеный; 5) не нажившийся, не получивший прибыли; 6) непоправимый; невозместимый;

    αμπάλωτη κατάσταση — непоправимое положение;

    7) неприкрытый, явный; который невозможно скрыть, замять;

    αμπάλωτο φταίξιμο — явная вина;

    αυτό το σκάνδαλο είναι αμπάλωτο — этот скандал уже невозможно замять

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αμπάλωτος

  • 9 ανάγκη

    η
    1) нужда, необходимость, настоятельная потребность;

    πράγματα ( — или είδη) πρώτης ανάγκης — предметы первой необходимости;

    είναι (απόλυτη) ανάγκη να... — очень нужно, (крайне) необходимо (сделать что-л.);

    έχω ανάγκη από κάτι — нуждаться в чём-л.;

    έχω ανάγκη από ξεκούραση — мне необходим отдых;

    έχω ανάγκη θεραπείας — нуждаться в лечении;

    έχω την ανάγκη κάποιου — а) нуждаться в ком-л.; — б) зависеть от кого-л.;

    δεν σ· έχω ανάγκη — или δεν έχω την ανάγκη σου — а) ты мне не нужен, я в тебе не нуждаюсь; — б) я от тебя не завишу;

    δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη — нет никакой необходимости;

    σε ώρα ανάγκη(ς) — в момент необходимости;

    από ανάγκη — или εξ ανάγκης — или (κατ·) ανάγκη — по необходимости, в силу необходимости;

    είναι εθνική ανάγκη... — национальные интересы требуют...;

    σε περίπτωση (εσχάτης) ανάγκης — или εν (εσχάτη) ανάγκη — в крайнем случае, в случае (крайней) необходимости;

    2) недостаток, нужда, бедность;

    έχω ανάγκη — нуждаться;

    είναι άνθρωπος της ανάγκης — он беден, он нуждается;

    3) естественная надобность; нужда (прост.);

    κάνω την ανάγκη μου — отправлять естественную надобность;

    § κατάσταση εκτάκτου ανάγκης — чрезвычайное положение;

    την ανάγκη φιλοτιμία ν ποιούμαι — делать хорошую мину при плохой игре

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάγκη

  • 10 ανάλογα

    επίρρ.
    1) (με) по сравнению с...; соответственно, в соответствии с...; сообразно с...;

    ανάλογα με την κατάσταση — смотря по обстоятельствам;

    2) пропорционально, соразмерно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάλογα

  • 11 αντιμετωπίζω

    μετ.
    1) встречать лицом к лицу; противостоять; противоборствовать; давать отпор;

    αντιμετωπίζω τον εχθρό — давать отпор врагу;

    αντιμετωπίζω δυσκολίες — встречаться с трудностями;

    αντιμετωπίζω τίς δυσκολίες — бороться с трудностями;

    2) подходить, относиться (к чему-л.);

    § αντιμετωπίζω ψύχραιμα την κατάσταση — держаться хладнокровно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντιμετωπίζω

  • 12 απελπιστικός

    η, ό[ν] приводящий в отчаяние; отчаянный, безнадёжный; лишающий надежды;

    απελπιστική κατάσταση — безнадёжное положение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απελπιστικός

  • 13 άσχημος

    η, ο [ος, ον ]
    1) некрасивый; безобразный, уродливый; 2) непристойный, неприличный; 3) плохой, скверный, дурной;

    άσχημη κατάσταση — плохое положение;

    άσχημη ασθένεια — скверная болезнь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσχημος

  • 14 διασαφηνίζω

    μετ.
    1) выяснять; уточнять;

    διασαφηνίζω τό ζήτημα — выяснять вопрос;

    2) пояснять, разъяснять;

    διασαφηνίζω κάτι — вносить во что-л, ясность;

    3) перен. освещать;

    διασαφηνίζω την κατάσταση — освещать обстановку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διασαφηνίζω

  • 15 δραματοποιώ

    (ε) μετ.
    1) драматизировать (тж. перен.); превращать в драму, трагедию;

    δραματοποιώ την κατάσταση — драматизировать положение, ситуацию;

    2) уст. писать драмы, трагедии

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δραματοποιώ

  • 16 εγκυμονώ

    (ε) 1. αμετ. быть беременной;
    2. μετ. перен. быть чреватым (чём-л.), таить в себе (что-л.);

    η κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους — положение чревато опасностями

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εγκυμονώ

  • 17 ελεεινός

    η, ό[ν]
    1) жалкий, несчастный, плачевный;

    ελεεινή μορφή — жалкий вид;

    ελεεινή κατάσταση — жалкое состояние, плачевное положение;

    2) жалкий, ничтожный; убогий, скудный;

    ελεεινή τροφή — скудная пища;

    ελεεινή κατοικία — убогое жилище;

    3) скверный, никудышный;

    ελεειν καιρός — скверная погода;

    ελεεινός δρόμος — скверная дорога;

    4) отвратительный, презрённый, подлый;

    ελεεινός άνθρωπος — подлый человек

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελεεινός

  • 18 έλλειψη

    [-ις (-εως)] η
    1) недостаток, нехватка, дефицит; отсутствие (чего-л.);

    έλλειψ εργατικών χεριών — нехватка рабочих рук;

    έλλειψη βαρύτητας — невесомость;

    κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;

    έλλειψη στοιχείων ενοχής — отсутствие состава преступления;

    έλλειψη θελήσεως (εμπιστοσύνης) — отсутствие воли (доверия);

    λόγω έλλειψης... — за недостатком чего-л.;

    ένεκα ελλείψεως за отсутствием;
    2): ελλείψει из-за отсутствия, за отсутствием, за неимением; ελλείψει αποδείξεων за отсутствием доказательств; 3) недостаток, пробел; промах, недочёт, упущение; ελλείψεις της δουλειάς недостатки в работе; συμπληρώνω τίς ελλείψεις μου восполнять свои пробелы;

    είναι έλλειψή μου — это моё упущение;

    γνωρίζω τίς ελλείψεις μου я знаю свои недостатки;
    4) эллипс

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έλλειψη

  • 19 εμβρυώδΡης

    ης, ες зародышевый, эмбриональный;

    βρίσκομαι σε εμβρυώδΡηςη κατάσταση — находиться в эмбриональном состоянии, быть в зародыше

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμβρυώδΡης

  • 20 ενδιαφέρων

    ουσα, ον интересный, занимательный; привлекательный; заслуживающий внимания; важный;

    ενδιαφέρουσα είδησις — важное сообщение;

    ενδιαφέρον άρθρο — интересная статьи;

    § ίναι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении (о женщине)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενδιαφέρων

См. также в других словарях:

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — η 1. ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι: Έχει πάθει η διανοητική του κατάσταση. 2. κατάλογος: Σύνταξε κατάσταση απόντων μαθητών. 3. θέση, συνθήκες κάτω από τις οποίες περνά κανείς ή βρίσκεται κάτι: Βρίσκεται σε καλή κατάσταση. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάσταση ανάγκης — (Νομ.). Κατάσταση κινδύνου σε έννομα αγαθά, η οποία μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη βλάβη ξένων αγαθών. Δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων και πρόβλημα στάθμισης και αξιολόγησης των αγαθών που πρέπει να θυσιαστούν και εκείνων που δικαιολογείται να… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση πολιορκίας — Ιδιαίτερο καθεστώς, το οποίο επιβάλλουν καταστάσεις έκτακτες και επικίνδυνες για την ασφάλεια και την ειρήνη ή γενικότερα για την κοινωνική και οικονομική ισορροπία της χώρας. Οι τυπικοί και ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από το Σύνταγμα και τον… …   Dictionary of Greek

  • καταστάσῃ — καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj mid 2nd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj act 3rd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελιώδης κατάσταση — Η κατάσταση ενός φυσικού συστήματος στη χαμηλότερη ενεργειακή του στάθμη, η οποία αντιστοιχεί στη χαμηλότερη ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν το ηλεκτρόνιο σε ένα άτομο υδρογόνου, κατά το πρότυπο του Βοhr, βρίσκεται στην τροχιά με τη μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • άμορφη κατάσταση — Η φυσική κατάσταση ενός στερεού σώματος μη κρυσταλλικού, που τα μόριά του δηλαδή έχουν ακανόνιστη διάταξη και οπωσδήποτε όχι γεωμετρική. Τα άμορφα σώματα διακρίνονται από τα υγρά, που κι αυτά έχουν μη γεωμετρική δομή, κατά τον εξαιρετικά υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • ψύχωση — Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή και πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή, –έμμονες ιδέες ή ψυχοπάθειες–, αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τρόπους όχι φυσιολογικούς. Η ψ. είναι 2 ειδών: ενδογενής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»